- κάκτοι
- κάκτοςcardoonfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… … Dictionary of Greek
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
ριψαλίδα — (rhipsalis). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των κακτιδών, με περίπου 50 είδη, ιθαγενή της νότιας τροπικής και παρατροπικής Αμερικής. Είναι κάκτοι με βλαστό πολύκλαδο ή αρθρωτό και συνήθως πολύ πλατύ, που μοιάζει με μεγάλα φύλλα. Πολλά είδη… … Dictionary of Greek
υδατέγχυμα — Ειδική περίπτωση παρεγχύματος, δηλαδή θεμελιώδους φυτικού ιστού. Υ. συναντιέται σε φυτά που έχουν ανάγκη να αποταμιεύουν νερό όπως οι κάκτοι. Στις περιπτώσεις αυτές ο τύπος του παρεγχύματος συγκροτείται από κύτταρα μεγάλα, με λεπτά τοιχώματα, με… … Dictionary of Greek
μαμιλάρια — (Mammillaria). Γένος δικοτυλήδονων αγγειοσπέρμων φυτών της οικογένειας των κακτιδών, με περισσότερα από 200 είδη, ιθαγενή του Μεξικού, της Αριζόνας και της νότιας Καλιφόρνιας. Τα φυτά αυτά έχουν σφαιρικό σαρκώδη βλαστό που απολήγει σε μια βάση… … Dictionary of Greek